- γουδοχέρι
- γουδοχέρι, το και γουδόχερο, τοο κόπανος του γουδιού: Κοπάνισε τα αμύγδαλα με το γουδοχέρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γουδοχέρι — και γουδόχερο, το 1. κόπανος τού γουδιού 2. φρ. α. «το γουδί, το γουδοχέρι» τα ίδια και τα ίδια β. «το γουδί, το γουδοχέρι με τον κόπανο στο χέρι» λέγεται γι αυτούς που επιμένουν σε παράλογα ή επαναλαμβάνουν τα ίδια … Dictionary of Greek
άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… … Dictionary of Greek
αλετρίβανος — ἀλετρίβανος, ο (Α) αυτό που αλέθει και τρίβει, το γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., που δηλώνει εργαλείο η λ. είναι σύνθετη το β συνθετικό τής λ. συνδέεται με το ρ. τρίβω, πιθανότατο με επίδραση τής λ. κρίβανος (κλίβα νος). Το α συνθ. όμως… … Dictionary of Greek
αλοτρίβανος — ἁλοτρίβανος, ο (Μ) αλατοτρίφτης, εργαλείο με το οποίο κοπανίζουν το αλάτι, γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο * + τρίβω] … Dictionary of Greek
δίδραξ — δίδραξ, ο (Μ) γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι + δραξ «χούφτα, παλάμη»] … Dictionary of Greek
δοίδυξ — δοῑδυξ ( υκος), ο (Α) γουδοχέρι, αλετρίβανος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό τής οποίας η ετυμολ. είναι άγνωστη] … Dictionary of Greek
δοιδυκοποιός — δοιδυκοποιός, ο (Α) αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ ( κος) «γουδοχέρι» + ποιός < ποιώ] … Dictionary of Greek
δοιδυκοφόβα — δοιδυκοφόβα, η (Α) (κωμ. λ. για την ποδάγρα) αυτή που φοβάται τον κρότο τού δοίδυκος, την ευκινησία τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ ( κος) «γουδοχέρι» + φοβούμαι] … Dictionary of Greek
θυέστης — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, αδελφός του Ατρέα, από τον οποίο κληρονόμησε το βασιλικό σκήπτρο των Μυκηνών και το κληροδότησε στον Αγαμέμνονα. Ο Ατρέας και ο Θ. σκότωσαν, με τη συνενοχή της μητέρας… … Dictionary of Greek
ιγδοκόπανον — ἰγδοκόπανον, τὸ (Α) το γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίγδις + κόπανον] … Dictionary of Greek